Η Βιστωνίδα
Με το νόμο 2637/1998 και με διεύρυνση των στόχων ύπαρξης τους, τα Καταφύγια θηραμάτων μετατράπηκαν σε Καταφύγια Άγριας Ζωής. Όι Υγρότοποι: Λίμνη Βιστωνίδα, Λιμνοθάλασσα Πόρτο Λαγός, Λίμνη Ισμαρίδα, Λιμνοθάλασσες της Θράκης και το δέλτα του Νέστου πρόσφατα ενοποιήθηκαν. Ως εκ τούτου, οι υγρότοποι Pamsar της χώρας είναι πλέον 10.
Εφημερίδα: Γη: τα νέα των γιορτών της γης τεύχ. 4, Νοέμβριος – Δεκέμβριος 2002 – Ιανουάριος 2003: σ. 4-8
Ελληνικό Περιβάλλον και προστασία της βιοποικιλότητας
Στόχος αυτής της εργασίας είναι να παρουσιάσει τα χαρακτηριστικά του ελληνικού περιβάλλοντος που σχετίζονται με τη βιοποικιλότητα, να δώσει συνοπτικά το συναφές θεσμικό πλαίσιο στην Ελλάδα και να εστιάσει σε θέματα που αφορούν την προστασία της σε τοπικό και παγκόσμιο επίπεδο και τα οποία σχετίζονται με το “πώς και το γιατί” Αν θα έπρεπε με ελάχιστες μόνο λέξεις να δώσουμε τα κύρια γνωρίσματα του ελληνικού περιβάλλοντος, θα λέγαμε "τεράστια ποικιλία σε μικρή κλίμακα". Η γεωμορφολογική ετερογένεια χαρακτηρίζει το ελληνικό τοπίο. Εξάρσεις και υφέσεις της γης, εκφραζόμενες με ποικίλους τρόπους, διαδέχονται η μια την άλλη στη συμπύκνωση του χώρου - νησιά και χερσόνησοι, κόλποι κι ακρωτήρια, ρυάκια, ποτάμια, χείμαρροι, κοιλάδες, φαράγγια και σπήλαια, γυμνοί λόφοι και δασωμένα βουνά, πεδιάδες, λίμνες, λιμνοθάλασσες. Αυτός ο διαμελισμός του Ελληνικού χώρου, αυτή η απουσία ομοιογένειας ισοδυναμεί με πλήθος διαφορετικών μικρόκοσμων, με όρια περισσότερο ή λιγότερο σαφή, που δίνουν ευκαιρίες σε διαφορετικά είδη να υπάρξουν ή ακόμη σε νέα να εμφανιστούν. Σ' αυτή τη γεωμορφολογική ετερογένεια έρχεται κι επικάθεται η κλιματική. Η Ελλάδα είναι χώρα Μεσογειακή αλλά το κλίμα της δεν είναι παντού Μεσογειακό. Και πώς θα μπορούσε να ήταν αλλιώς αφού το τελευταίο είναι κλίμα θαλασσινό - και η Ελλάδα έχει σημαντική ηπειρωτική ενδοχώρα - και χαμηλών μόνο υψομέτρων - και η Ελλάδα έχει ψηλά βουνά. Σύμφωνα με την κατάταξη του Thornthwaite (Καρράς 1973) έχουν αναγνωριστεί 29 κλιματικοί τύποι στο έδαφος της, 14 υγροί και 15 ξηροί. Ο συνδυασμός γεωμορφολογίας και κλιματικής ετερογένειας δημιουργεί ιδιαίτερες κατά τόπους συνθήκες, που με τη σειρά τους ευνοούν διαφορετικούς τύπους βλάστησης και μαζί τους τα διαφορετικά είδη φυτών και ζώων, με τα οποία καθένας συνδέεται. Και τι δεν θα βρούμε στην Ελλάδα. Από τα φοινικοδάση της Κρήτης (στο Βάι, στο Κουρταλιώτικο φαράγγι) μέχρι τα δάση ερυθρελάτης στη Ροδόπη. Δηλαδή από βλάστηση υποτροπική μέχρι βλάστηση υποαρκτική. Δεν χρειάζεται να μεταφερθεί κανείς από τον ισημερινό στους πόλους για να συναντήσει τέτοιου τύπου μεταβολές. Φτάνει ένα ταξίδι στην Ελλάδα. Κι ανάμεσα σ' αυτές τις δυο ακραίες καταστάσεις, θα συναντήσει τα μυρωδάτα φρύγανα, τα θαλερά ακόμα και το καλοκαίρι μακί, τα εύφλεκτα Μεσογειακά πευκοδάση, τα φυλλοβόλα δάση χαμηλών υψομέτρων ποικίλης σύνθεσης, ελατοδάση και άλλα ορεινά κωνοφόρα, δάση οξιάς, χαμηλή βλάστηση των ψηλών βουνών (υποαλπική και αλπική), παρόχθια βλάστηση - πάντα διαφορετική από τον περίγυρο αφού η παρουσία του νερού υπερκαθορίζει τα πάντα. Αυτή η εντυπωσιακή ποικιλία του χώρου συνδέεται και σε μεγάλο βαθμό ερμηνεύει το βιολογικό πλούτο της Ελλάδας ή αλλιώς τη βιοποικιλότητά της σε επίπεδο ειδών. Απόδειξη αυτού του πλούτου δίνει η σύγκριση της Ελλάδας και της Ευρώπης ως προς τον αριθμό ειδών φυτών και ζώων (Πίνακας 1) που εντός τους ενδημούν. Παρά την έντονη ανθρώπινη παρουσία και δράση, παρά το ότι σ' αυτό το χώρο κι από τα βάθη των αιώνων εμφανίστηκαν, έδρασαν ή πέρασαν μεγάλοι πολιτισμοί, η Ελλάδα συνεχίζει ακόμα και σήμερα να αποτελεί βιολογικό παράδεισο της Ευρώπης. Ο βιολογικός πλούτος είναι ένα τεράστιο κεφάλαιο για τη χώρα, άγνωστος ωστόσο για τους περισσότερους. Όπου κι αν ζούμε, σε πόλη ή χωριό, ξέρουμε ν' απαριθμήσουμε αρκετά στοιχεία του χώρου, περούμε μνημεία, εκκλησίες, δρόμους, πλατείες, κινηματογράφους, θέατρα, εστιατόρια και άλλα πολλά. Πόσα ξέρουμε όμως γι αυτή τη φύση που υπάρχει ολόγυρα μας, ακόμα και μέσα στις πιο πυκνοκατοικημένες πόλεις μας; Πόσοι ξέρουμε ότι δίπλα μας, σε κάποια σχισμή του βράχου ζει και μεγαλουργεί κάποιο μοναδικό σ' ολόκληρη τη γη λουλούδι, ότι στη ρηχή λιμνούλα και στο ταπεινό ποταμάκι κυκλοφορούν "ανάδελφα" ψαράκια - χωρίς συγγενείς σε άλλο τόπο, ζωντανές μαρτυρίες ανεξιχνίαστων συχνά εξελικτικών ιστοριών; Πόσοι ξέρουμε και μπορούμε να περηφανευτούμε για τις βιολογικές μοναδικότητες της χώρας μας ή καλύτερα για όλη αυτή τη φυσική μας κληρονομιά; Είναι καιρός να κάνουμε κάτι. Και πλέον, όχι για να αποκτήσουμε μια ουδέποτε απολεσθείσα περηφάνια αλλά για να μην απολέσουμε αυτή καθαυτή τη φυσική μας κληρονομιά. Οι προσπάθειες για προστασία δεν ξεκινούν τώρα. Τώρα, όμως, χρειάζεται να τελεσφορήσουν, χρειάζεται να γίνουν ουσιαστικές και αποτελεσματικές. Το θεσμικό πλαίσιο προστασίας της φύσης στην Ελλάδα ουσιαστικά εγκαινιάζεται με το νόμο 856/1937 "Περί Εθνικών Δρυμών", βάσει του οποίου ιδρύθηκαν οι δύο πρώτοι Εθνικοί Δρυμοί της χώρας (Ολύμπου, Παρνασσού). Το 1950 ψηφίστηκε ο νόμος 1465 που αφορά τα "Τοπία Φυσικού Κάλλους", ανάμεσα στα οποία συμπεριλήφθηκαν περισσότερες από 300 περιοχές, χωρίς ωστόσο να τύχουν ουσιαστικής προστασίας. Ο "Δασικός Κώδικας", το νομοθετικό διάταγμα 86/1969 και όπως τροποποιήθηκε με το 996/1971 "Περί εθνικών δρυμών, αισθητικών δασών και διατηρητέων μνημείων της φύσης", εμπλούτισε τη νομοθεσία για τις προστατευόμενες περιοχές. Βάσει αυτών ιδρύθηκαν 10 Εθνικοί Δρυμοί (Όλυμπος, Παρνασσός, Πάρνηθα, Αίνος, Σαμάρια, Οίτη, Πίνδος, Βίκος-Αώος, Πρέσπες, Σούνιο), 19 Αισθητικά Δάση και 51 Διατηρητέα Μνημεία της Φύσης (ανάμεσα στα οποία και το Απολιθωμένο Δάσος στο Σίγρι Λέσβου, σύμφωνα με το Προεδρικό Διάταγμα 443/1985). Το 1974 επικυρώθηκε από την Ελλάδα η διεθνής σύμβαση Ραμσάρ (Ιράν, 1971) για την προστασία των υγροτόπων, βάσει της οποίας προσδιορίστηκαν 11 ελληνικοί υγρότοποι ως διεθνούς σημασίας (Δέλτα 'Εβρου, Λίμνη Βιστωνί-δα, Λιμνοθάλασσα Πόρτο Λαγός, Λίμνη Ισμαρίδα (Μητρικού) και Λιμνοθάλασσες της Θράκης, Δέλτα Νέστου, Λίμνες Βόλβη και Λαγκαδά (Κορώνεια), Λίμνη Κερκίνη, Δέλτα Αξιού-Λουδία-Αλιάκμονα και Αλυκή Κίτρους, Μικρή Πρέσπα, Αμβρακικός Κόλπος, Λιμνοθάλασσες Μεσολογγίου-Αιτωλικού και Εκβολές Αχελώου, Λιμνοθάλασσα Κοτυχίου). Με το Προεδρικό Διάταγμα 67/1981 "Περί προστασίας της αυτοφυούς χλωρίδας και άγριας πανίδας και καθορισμού διαδικασίας συντονισμού και ελέγχου της ερεύνης επ' αυτών" κηρύχθηκαν ως προστατευτέα είδη που περιλαμβάνονται σε εκτενή κατάλογο, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται τα περισσότερα των ενδημικών φυτικών και ζωικών ειδών της χώρας. Μετά την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ψηφίστηκε ο νόμος 1650/1986 για την "Προστασία του περιβάλλοντος". Στο κεφάλαιο Δ, που αφορά την προστασία της φύσης και του τοπίου, εισάγονται πέντε κατηγορίες προστατευόμενων περιοχών, οι οποίες κατά σειρά προβλεπόμενου βαθμού προστασίας είναι: Περιοχές απόλυτης προστασίας της φύσης, Περιοχές προστασίας της φύσης, Εθνικά πάρκα, Προστατευόμενοι φυσικοί σχηματισμοί, Προστατευόμενα τοπία και στοιχεία του τοπίου, και περιοχές οικοανάπτυξης. Μέχρι σήμερα, η μόνη θεσμοθέτηση γι αυτές τις περιοχές αφορά στην κατηγορία των Εθνικών Πάρκων. Συγκεκριμένα, έχουν ιδρυθεί το Εθνικό θαλάσσιο Πάρκο Βορείων Σποράδων, το Εθνικό Πάρκο Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης, το Εθνικό θαλάσσιο Πάρκο Ζακύνθου και πρόσφατα το Εθνικό Πάρκο Σχοινιά-Μαραθώνα. Η ίδρυση του τελευταίου δημιούργησε έντονες αντιδράσεις, δεδομένου ότι οι προβλεπόμενες εντός του δραστηριότητες δεν συνάδουν με το χαρακτήρα του. Με το νόμο 2742/1999 "Χωροταξικός σχεδιασμός και αειφόρος ανάπτυξη και άλλες διατάξεις", που συμπληρώνει τον 1650, διευκρινίζονται τα σχετικά με τη λειτουργία και διαχείριση των προστατευόμενων περιοχών και προβλέπεται ίδρυση Φορέων Διαχείρισης τους με συγκεκριμένες αρμοδιότητες. Ο μοναδικός φορέας διαχείρισης που έχει συσταθεί μέχρι σήμερα (Ιούνιος 2002) για οποιαδήποτε προστατευόμενη περιοχή είναι αυτός του Εθνικού θαλάσσιου Πάρκου Ζακύνθου. Η κατάσταση στο μέλλον ως προς τις προστατευόμενες περιοχές θα διαμορφωθεί με βάση την εφαρμογή της Κοινοτικής Οδηγίας 93/43/ΕΟΚ, την πιο σημαντική για την προστασία της φύσης, η οποία ενσωματώθηκε στην ελληνική νομοθεσία με Κοινή Υπουργική Απόφαση (ΦΕΚ 1289/28.12.99, "Καθορισμός μέτρων και διαδικασιών για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας χλωρίδας και πανίδας"). Με βάση την Οδηγία αυτή, ιδρύεται το ευρωπαϊκό οικολογικό δίκτυο Ειδικών Ζωνών Διατήρησης, γνωστό ως "Φύση 2000" (Natura 2000). Πρόκειται για περιοχές στις οποίες βρίσκονται συγκεκριμένοι τύποι οικοτόπων, που καθορίζονται στο Παράρτημα Ι της Οδηγίας, ή που περιέχουν οικοτόπους συγκεκριμένων ειδών, που δίνονται στο Παράρτημα II της Οδηγίας. Για την ίδρυση αυτού του δικτύου, κάθε κράτος-μέλος όφειλε να συντάξει κατάλογο προτεινόμενων περιοχών. Η Ελλάδα, υπό το συντονισμό του ΕΚΒΥ (Ελληνικό Κέντρο Βιοτόπων-Υγροτόπων) με συνεργασία μεγάλου αριθμού σχετικών ερευνητών και με βάση επιστημονικά μόνον κριτήρια, ολοκλήρωσε και υπέβαλε τον εθνικό κατάλογο. Σύμφωνα μ' αυτόν, το σύνολο των προτεινόμενων περιοχών καλύπτει 18% της επιφάνειας της χώρας (Πίνακας 2) (Ντάφης κ.α 1997, Νάντσου 2001). Πέραν αυτών η Ελλάδα έχει υπογράψει και στις περισσότερες περιπτώσεις επικυρώσει σειρά διεθνών συμβάσεων που σχετίζονται με την προστασία της φύσης, όπως τη Σύμβαση της ΙΙΝΕ500 για την "Προστασία της παγκόσμιας πολιτιστικής και φυσικής κληρονομιάς" που τέθηκε σε ισχύ το 1975, τη Σύμβαση ΟΙΤΕ8 (1973) περί "Διεθνούς εμπορίας ειδών άγριας πανίδας και χλωρίδας που κινδυνεύουν με εξαφάνιση", τη Σύμβαση της Βέρνης (1979) για την "Προστασία της άγριας ζωής και των φυσικών οικοτόπων της Ευρώπης", τη Σύμβαση της Βόννης (1979) για την Προστασία των μεταναστευτικών ειδών άγριων ζώων, τη Σύμβαση της Βαρκελώνης, που τέθηκε σε ισχύ το 1999, για την "Προστασία της Μεσογείου θαλάσσης από τη ρύπανση". , Παρά το μάλλον ογκώδες νομοθετικό πλαίσιο για την προστασία της φύσης, το αποτέλεσμα στην πράξη είναι φτωχό. Και τούτο διότι η ύπαρξη του δεν διασφαλίζει αυτόματα την εφαρμογή του. Εντυπωσιακές καθυστερήσεις (σκόπιμες ή λόγω αδράνειας), συγκρούσεις αρμοδιοτήτων μεταξύ υπεύθυνων κρατικών φορέων, ασάφειες, ανεπίλυτες συγκρούσεις συμφερόντων, ανεμπόδιστες παραβάσεις, ανεπαρκέστατοι διατιθέμενοι πόροι, έχουν όλα συμβάλει στο να είναι η προστασία κενή ουσιαστικού περιεχομένου, εκτός από λίγες εξαιρέσεις. Ο βαθμός προστασίας αυτών των περιοχών ποικίλλει έντονα. Με το νόμο 2637/1998 και με διεύρυνση των στόχων ύπαρξης τους, τα Καταφύγια θηραμάτων μετατράπηκαν σε Καταφύγια Άγριας Ζωής. Όι Υγρότοποι: Λίμνη Βιστωνίδα, Λιμνοθάλασσα Πόρτο Λαγός, Λίμνη Ισμαρίδα, Λιμνοθάλασσες της Θράκης και το δέλτα του Νέστου πρόσφατα ενοποιήθηκαν. Ως εκ τούτου, οι υγρότοποι Pamsar της χώρας είναι πλέον 10. Ως λαός, είμαστε περήφανοι για την πολιτιστική μας κληρονομιά, μάθαμε στοιχειωδώς τουλάχιστον να σεβόμαστε τα μνημεία μας, τις μαρτυρίες της ιστορικής μας ταυτότητας. Ίσως η αντίστοιχη απόκτηση περηφάνιας -και κατά συνέπεια αρμόζουσας δράσης- για τη φυσική μας κληρονομιά, δεν συνιστά για πολλούς ικανοποιητικό λόγο προστασίας της, πολύ περισσότερο όταν αυτή η προστασία έχει για κάποιους οικονομικό ή άλλο κόστος. Οφείλουμε κατά συνέπεια, να επιχειρηματολογήσουμε και σε άλλη βάση, ίσως περισσότερο κατανοητή από όλους. Τα ερωτήματα σχετικά με την αναγκαιότητα προστασίας της βιοποικιλότητας είναι δύο κυρίως: τι συνέβη ξαφνικά και βρεθήκαμε να οφείλουμε να ανταποκρινόμαστε σε καταιγισμό οδηγιών, νόμων, συμβάσεων με όλες τις συναφείς δεσμεύσεις και περιορισμούς που συνεπάγονται και ποια τελικά είναι η αξία της βιοποικιλότητας ώστε να υποστούμε τις όποιες θυσίες; Γιατί τόση προσπάθεια, θα έλεγε κάποιος γνώστης πραγμάτων. Έστω κι αν ο κόσμος αλλάζει εξαιτίας μας, δεν είναι η πρώτη φορά. Το περιβάλλον της Γης άλλαξε κατ' επανάληψη και άπειρα είδη χάθηκαν χωρίς εμείς να φταίμε στο παραμικρό. Πράγματι, έχει εκτιμηθεί ότι 99% των ειδών που υπήρξαν κάποτε στη Γη, στη διάρκεια των δισεκατομμυρίων ετών από την πρώτη εμφάνιση ζωής, έχουν εξαφανιστεί (Simpson 1952). Μαζικές εξαφανίσεις ειδών έχουν συμβεί κατ' επανάληψη στο παρελθόν του πλανήτη μας. Η μεγαλύτερη από αυτές συνέβη περί το τέλος του Περμίου (πριν περίπου 245 εκ. χρόνια), οπότε εξαφανίστηκαν 80% των τότε υπαρχόντων γενών και 54% των οικογενειών. Ακολούθησαν και άλλες, με πιο γνωστή και πολυσυζητημένη αυτή του τέλους του Κρητιδικού (65 εκ. χρόνια πριν), τότε που εξαφανίστηκαν οι "χαρισματικοί" δεινόσαυροι, και με τελευταία αυτή κατά το "τελείως πρόσφατο" Τεταρτογενές (2 εκ. χρόνια πριν). Οι μεγάλες, μαζικές εξαφανίσεις δεν ήταν υπόθεση μιας μέρας ή ενός χρόνου. Ολοκληρώθηκαν σε μεγάλες χρονικές κλίμακες - σε δεκάδες χιλιάδες, εκατοντάδες χιλιάδες, εκατομμύρια χρόνια και γενικά αποδίδονται σε μείζονος σημασίας κλιματικές μεταβολές ποικίλης προέλευσης, ακόμα και εξωγενούς, όπως η πτώση μετεωρίτη, που αποτελεί την προτιμούμενη (και σίγουρα πιο εντυπωσιακή) ερμηνεία της μαζικής εξαφάνισης κατά το Κρητιδικό. Στη σύγχρονη εποχή προστέθηκε ένας νέος παράγοντας, ικανός να οδηγήσει σε μαζικές εξαφανίσεις - ο άνθρωπος. Και η βιοποικιλότητα άρχισε να αποκτά τεράστια σημασία όταν αρχίσαμε να κάνουμε συγκεκριμένες εκτιμήσεις για τους ρυθμούς απώλειας ειδών εξαιτίας του. Υπολογίστηκε (Raven 1988) ότι ο ρυθμός απώλειας αγγειοσπέρμων είναι περίπου 5 είδη την ημέρα, ρυθμός που αναμένεται να διπλασιαστεί τις πρώτες δεκαετίες της τρέχουσας χιλιετηρίδας. Εκτιμήθηκε ότι με τους σημερινούς ρυθμούς απωλειών, τουλάχιστον 25% των υπαρχόντων ειδών του πλανήτη θα έχουν εξαφανιστεί ή συρρικνωθεί σε ελάχιστους πληθυσμούς πριν το μέσο του 21ου αιώνα (WWF, IUCN, UNEP 1991). Οι εξελίξεις αυτές κάνουν τον άνθρωπο, ένα μόνο από τα εκατομμύρια είδη του πλανήτη και άρα κομμάτι της βιοποικιλότητας, υποψήφιο να επιφέρει την επόμενη μαζική εξαφάνιση. Μια εξαφάνιση που, συγκριτικά με τις προηγούμενες, θα χαρακτηριστεί από μέγιστη απώλεια ειδών μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα. Ως προς την αξία της βιοποικιλότητας, υπάρχουν πολλές απόπειρες προσδιορισμού της με βάση κλασικούς οικονομικούς όρους. Μπορούμε να προσδιορίσουμε την άμεση σημερινή αξία της, από τη χρήση προϊόντων φυτικής και ζωικής προέλευσης, για τροφή, φάρμακα, ρουχισμό, στέγαση, ή την αναμενόμενη στο μέλλον, από γενετική βελτίωση άγριων ποικιλιών για αυξημένες αποδόσεις και ανθεκτικότητα. Μπορούμε επίσης να εκτιμήσουμε την έμμεση αξία της, προσδιορίζοντας τις εκφάνσεις της βιοποικιλότητας που αποδίδουν οικονομικό όφελος χωρίς να καταναλώνονται, όπως αξία αναψυχής, αξία από την παραγωγή και κατανάλωση έντυπου και ηλεκτρονικού υλικού (βιβλία, ταινίες, κλπ) ή από τη συμμετοχή της στην παραγωγή προϊόντων χρήσιμων στον άνθρωπο (π.χ. παραγωγή καρπών που προϋποθέτει διαμεσολάβηση εντόμων-επικονιαστών) (Primack 1993). Πέραν αυτών, υπάρχουν πολλά να ειπωθούν (και έχουν ειπωθεί - Sessions 1987, Primack 1993 και η σχετική εντός βιβλιογραφία) για τη μη αποτιμώμενη με οικονομικούς όρους αξία της βιοποικιλότητας, τα οποία, κατά την άποψη μου, έχουν πολύ μεγαλύτερη σημασία. Στο πλαίσιο του παρόντος, δεν θα επεκταθώ σε ηθικές αξίες, κοινωνικές ή προσωπικές, που μπορεί να προσδιορίσουν τη στάση μας απέναντι" της. Ένα, ωστόσο, θα ήθελα να επισημάνω. Ότι και να κάνουμε, ακόμα και το χειρότερο πυρηνικό πόλεμο, η ζωή θα συνεχίσει να υπάρχει - έτσι όπως το έκανε από την πρώτη φορά που εμφανίστηκε μέχρι τώρα. Μόνο που κάτω από συνθήκες αλλαγών, πάντα υπήρξαν οι χαμένοι και οι κερδισμένοι. Δεν γνωρίζουμε ανάμεσα σε ποιους θα βρεθούμε εμείς -οι άνθρωποι- όταν οι αλλαγές που επιφέρουμε στο περιβάλλον μας ξεπεράσουν ένα κρίσιμο κατώφλι. Δυστυχώς, δεν ξέρουμε που βρίσκεται αυτό το κατώφλι. Δεν ξέρουμε η απώλεια καθενός ξεχωριστού είδους τι συνέπειες θα έχει για εμάς. Δεν ξέρουμε πόσα είδη μπορούμε να χάσουμε πριν γίνει η μεγάλη ανατροπή. Και οι κατακτήσεις μας στο μακρόκοσμο (σύμπαν) ή στο μικρόκοσμο (γονίδια) κάθε άλλο παρά διασφαλίζουν την καταχώρηση μας ανάμεσα στους κερδισμένους. Το μόνο που ξέρουμε είναι ότι ο παρών κόσμος, έτσι όπως είναι, μπορεί να μας στηρίξει, ότι αυτός σίγουρα εξασφαλίζει την επιβίωση μας. Αυτό που απομένει είναι αυτοσυγκράτηση στις ενέργειες μας, σε τοπικό και σε παγκόσμιο επίπεδο - με άλλα λόγια, η εφαρμογή της αρχής της πρόληψης (ή επιφυλακτικότητας – precautionary principle). Γιατί αυτό που κάνουμε στην προσωπική μας ζωή δεν μπορούμε να το εφαρμόσουμε και στις δράσεις μας σε σχέση με τη φύση, εφόσον κατανοούμε τη σημασία του; Δεν κυκλοφορούν ολόγυρα μας πλήθη ληστών. Ωστόσο, προστατεύουμε όσο καλύτερα μπορούμε τα υπάρχοντα μας για τον κίνδυνο, "μήπως". Για ανάλογους λόγους, οφείλουμε, όταν δεν διαθέτουμε επαρκή προβλεψιμότητα ως προς τις συνέπειες, να απόσχουμε από δραστηριότητες που πιθανόν εγκυμονούν σοβαρούς κινδύνους. Η προστασία της φύσης δεν έρχεται μόνη της. Απαιτεί διαχείριση. Και διαχείριση σημαίνει ότι γνωρίζουμε τι έχουμε, γνωρίζουμε που θέλουμε να φθάσουμε και ότι διαθέτουμε τα μέσα για την επίτευξη των στόχων μας, δηλαδή διαθέτουμε επιστημονική τεκμηρίωση, κατάλληλες μεθοδολογίες προσέγγισης και υλοποίησης των διαχειριστικών μας σχεδίων, επαρκείς πόρους αλλά και λαϊκή συναίνεση. Δυστυχώς, όμως, αυτά τα αυτονόητα δεν ισχύουν πάντα. Στόχος των προσπαθειών διαχείρισης της βιοποικιλότητας είναι να παρεμποδιστεί η εξαφάνιση σε τοπικό ή παγκόσμιο επίπεδο μορφών με τις οποίες εκδηλώνεται και οργανώνεται η ζωή. Διαχειριζόμενοι τη βιοποικιλότητα δεν επιχειρούμε να καταργήσουμε ή έστω να καθυστερήσουμε το θάνατο. Άλλωστε, θάνατος και ζωή είναι αναπόσπαστα δεμένα και χωρίς θάνατο δεν είναι δυνατή η συνέχιση της ζωής στον πεπερασμένο σε υλικά πλανήτη μας. Αυτό που επιδιώκουμε είναι να μην επιτρέψουμε να χαθούν εκείνα τα στοιχεία μοναδικότητας της ζωής που μπορεί να εκφράζονται σε οποιοδήποτε επίπεδο οργάνωσης της, π.χ. γονιδιακό, ειδών, βιοκοινοτήτων, οικοσυστημάτων, ακόμα και τοπίου. Η εικόνα ενός σκοτωμένου πουλιού -ένα σπουργίτι για παράδειγμα-πληγώνει ευαίσθητους ανθρώπους. Αλλά στο επίπεδο της οικολογίας -και πέραν του πεδίου συναισθημάτων και ηθικής- ένας τέτοιος θάνατος είναι ουδέτερος, στο βαθμό που η απώλεια ενός ατόμου δεν έχει συνέπειες για τον πληθυσμό, δηλαδή για την μονάδα εκείνη που εξασφαλίζει τη διατήρηση αυτής της μοναδικότητας της ζωής, που αποτελεί το σπουργίτι. Όλα τα στοιχεία μοναδικότητας σε σχέση με την οργάνωση της ζωής συνιστούν αυτό που πολύ γενικά ορίζεται ως βιοποικιλότητα. Προφανώς αφού μιλάμε για διαφορετικές κλίμακες πραγμάτων και πολύ περισσότερο αφού και σε καθεμιά από αυτές συναντάμε τεράστια ποικιλία μορφών ζωής με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, απαιτήσεις και ιδιαιτερότητες, δεν μπορούμε να αναμένουμε ότι υπάρχουν μέτρα διαχείρισης που μπορούν να εφαρμοστούν παντού και με τον ίδιο τρόπο. Μπορεί να διαθέτουμε γενικές κατευθυντήριες γραμμές, όπως έχουν προκύψει ως αποτέλεσμα ερευνητικής προσπάθειας τόσο στο πλαίσιο της πειραματικής όσο και της θεωρητικής οικολογίας, όμως η κάθε περίπτωση διαχείρισης είναι ξεχωριστή και απαιτεί συγκεκριμένες, ειδικές δράσεις. Δυστυχώς, δεν υπάρχει μια λύση για όλα. Συχνά, υπάρχει παρανόηση σε σχέση με το τι περιλαμβάνει ο όρος διαχείριση. Είναι δύσκολο να αντιληφθεί ένας μη ειδικός ότι το να μην επέμβουμε καθόλου, το να αφήσουμε τα πράγματα ως έχουν, αποτελεί και αυτό διαχείριση, μιας περιοχής για παράδειγμα, με ιδιαίτερα βιοχα-ρακτηριστικά. Από την άλλη, υπάρχει διάχυτη η άποψη ότι αν αποκλείσουμε τον άνθρωπο και τις δραστηριότητες του από αυτήν, αν δεν την διαταράξουμε με κανένα τρόπο, εξασφαλίζουμε τη διατήρηση της και όλων των συνοδών χαρακτηριστικών της. Αυτό δεν είναι αλήθεια. Αν μέλημα μας είναι να διατηρήσουμε τη μέγιστη δυνατή βιοποικιλότητα σε μια περιοχή, τότε στο διαχειριστικό μας σχέδιο οφείλουμε να εντάξουμε διαταραχές. Ο πλούτος αρπακτικών υπάρχει ακόμα και σήμερα στη Δαδιά του Νομού Έβρου ενώ έχει εξαφανιστεί ή συρρικνωθεί σε πλήθος άλλες περιοχές της Ελλάδας με ανάλογα χαρακτηριστικά. Αν αφεθεί το εκεί δάσος να ωριμάσει και να επεκταθεί χωρίς να παρέμβουμε, χωρίς να το διαταράξουμε, θα έχουμε τα πεύκα αλλά θα χάσουμε τα αρπακτικά. Το ζητούμενο σε κάθε περίπτωση διαχείρισης ανώτερων μονάδων βιοποικιλότητας (βιοκοινοτήτων, οικοσυστημάτων, τοπίων) έγκειται όχι στο αν επιτρέψουμε διαταραχές, αλλά στο είδος των διαταραχών, την έκταση, τη συχνότητα και την ένταση που θα πρέπει να έχουν σε σχέση πάντα με το προ-στατευτέο αντικείμενο. Διαταραχές Η αναφορά σε διαταραχές απαιτεί διευκρινήσεις προκειμένου να μην υπάρξουν παρανοήσεις. Διαταραχή θεωρείται οτιδήποτε επενεργεί σε μια δεδομένη κατάσταση τροποποιώντας την. Διαταραχές δεν είναι μόνον οι σεισμοί, οι ηφαιστειακές εκρήξεις, οι πλημμύρες, οι θύελλες, η τρύπα του όζοντος, η ρύπανση των θαλασσών, η δημιουργία νέφους σε πόλεις όπως η Αθήνα - αυτές οι μείζονος σημασίας μεταβολές που τροποποιούν τα δεδομένα του χώρου και επενεργούν άμεσα ή έμμεσα επί της βιοποικιλότητας. Είναι διαταραχή για τους φυσικούς βοσκότοπους η εισαγωγή γιδοπροβάτων. Είναι διαταραχή για τα φυτά η παγωνιά που μπορεί να τα "κάψει", η φωτιά για το πευκοδάσος, τα εδαφικά ζώα που ανοίγουν λαγούμια για τα ποολίβαδα, η αγκυροβόληση των πλοίων για τις εθνικές βιοκοινότητες, ο ξυλοκοπάς για το δρυοδάσος. Αλλά και σε μικρότερη κλίμακα, διαταραχή μπορεί να είναι ακόμα και η πτώση μιας σταγόνας βροχής, θανατηφόρα για ένα νεαρό φυταράκι, αφού δεν υπάρχει σοβαρότερη διαταραχή στη ζωή από ένα ξαφνικό θάνατο. Με άλλα λόγια, ορίζοντας και εκτιμώντας το μέγεθος μιας διαταραχής δεν καθοριζόμαστε αποκλειστικά και μόνο από την ανθρώπινη κλίμακα. Κι ακόμα περισσότερο, διαφορετική απόκριση έχουν οι μονάδες βιοποικιλότητας απέναντι σε καθεμιά. Κάποιες από τις διαταραχές εμφανίζονται αρκετά συχνά έτσι ώστε να μπορούν να ασκούν επιλεκτική πίεση και να αφήνουν τα ίχνη τους στην εξελικτική αλλαγή. Για παράδειγμα, εξελισσόμενοι οι πληθυσμοί μπορεί να αντέξουν μια διαταραχή ίδιου ή παρόμοιου τύπου την επόμενη φορά που θα συμβεί. Η φωτιά είναι διαταραχή. Ταυτόχρονα, είναι αναπόσπαστα δεμένη με το Μεσογειακό περιβάλλον. Γι αυτόν ακριβώς το λόγο, τα είδη που ενδημούν σ' αυτό μπορούν να την αντιμετωπίσουν. Το πρόβλημα σ' αυτό το περιβάλλον δεν είναι η φωτιά από μόνη της. Είναι κυρίως ο άνθρωπος με τις στάσεις του, τις συμπεριφορές του και τις επιδιώξεις του. Αίτια μείωσης της βιοποικιλότητας Από αναλύσεις που έχουν γίνει σε σχέση με τις απώλειες ειδών που έχουν καταγραφεί μέχρι σήμερα ως αποτέλεσμα της ανθρώπινης επέμβασης, προκύπτει ότι η απώλεια του ενδιαιτήματος, η υπερεκμετάλλευση και η εισαγωγή ξενικών ειδών είναι οι κυριότεροι παράγοντες που ευθύνονται γι αυτές. Σήμερα, ωστόσο, αναδεικνύεται ως κυρίαρχος υπεύθυνος παράγοντας για τις επερχόμενες εξαφανίσεις η "απώλεια ενδιαιτήματος". Υπό τον όρο αυτό εντάσσουμε τρεις περιπτώσεις, α) τη συρρίκνωση του ενδιαιτήματος: π.χ. η αστική και βιομηχανική μας ανάπτυξη, οι διαδικασίες παραγωγής τροφίμων, ξύλου και άλλων αγαθών μειώνουν τις φυσικές εκτάσεις που αποτελούν ενδιαιτήματα για πλήθος ειδών, β) την υποβάθμιση του ενδιαιτήματος: η ρύπανση, η υποβάθμιση των δασών, η διαταραχή του υδρολογικού κύκλου δημιουργούν συνθήκες ακατάλληλες για την επιβίωση των ειδών, γ) η μικρής κλίμακας διαταραχή των ενδιαιτημάτων: στην περίπτωση αυτή, οι επιπτώσεις δε' είναι τόσο δραματικές όσο στις άλλες δύο. Ωστόσο, μπορεί να υπάρξουν ιδιαίτερα ευαίσθητα είδη, τα οποία πλήττονται ανεπανόρθωτα. Ήπιες δραστηριότητες, όπως η αναψυχή, ο οικοτουρισμός, ακόμα και η οικολογική έρευνα μπορεί να συνδεθούν με τέτοιες διαταραχές. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αφορά τη μελέτη νυχτερίδων (Myotis grisescens) στις σπηλιές της Αλαμπάμα (Tennessee, ΗΠΑ). Βρέθηκε ότι οι -έστω και λίγοι- επισκέπτες των σπηλαίων αποτελούσαν σημαντικό παράγοντα διαταραχής. Όταν η συχνότι των επισκέψεων ήταν μικρότερη από 1 το μήνα, η μείωση του πληθυσμού ί νυχτερίδων ήταν από μηδενική έως πολύ μικρή (0-20%). Με συχνότητα μεγαλύτερη των 4 ανά μήνα, οι απώλειες ήταν της τάξης του 85-95% (Tuttle 1979). Γίνεται σαφές ότι οι ανθρωπογενούς προέλευσης διαταραχές που θα επιτρέπουν εκεί όπου υπάρχει καθεστώς προστασίας εξαρτώνται πάντα από τον επιδιωκόμενο στόχο μας και πάντα σε σχέση με το προστατευτέο αντικείμενο. Προσεγγίσεις διαχείρισης της βιοποικιλότητας Δεδομένου ότι γνωρίζουμε πλέον τον κυριότερο παράγοντα απώλειας ειδών, είναι προφανές ότι οι προσπάθειες για προστασία θα πρέπει να αποβλέπουν κατά κύριο λόγο στη διατήρηση των ενδιαιτημάτων (=οικοτόπων). Κατά συνέπεια, δεν είναι τυχαίο που η πιο σημαντική Κοινοτική Οδηγία (93/43), α) με ρ ση την οποία διαμορφώνεται σε ευρωπαϊκό πλέον επίπεδο η πολιτική προσ σι'ας της φύσης, αποβλέπει πρωτίστως στην προστασία των οικοτόπων. Μπορούμε σχηματικά να προσδιορίσουμε και να περιγράψουμε τις προσεγ σεις προστασίας της βιοποικιλότητας ως εξής (Begon et al. 1996): α) προσέγγιση βιοκοινοτήτων/οικοτόπων β) προσέγγιση είδους, γ) προσέγγιση ex situ διατήρησης (δηλαδή διατήρηση σε κήπους, μουσεία, τράπεζες γενετικού υλικού, κλπ). Η πρώτη αποτελεί προσέγγιση προληπτικού χαρακτήρα, πριν οι” ταστάσεις γίνουν τραγικές. Η δεύτερη ισοδυναμεί με αντιμετώπιση επειγόντων περιστατικών, όταν ο πληθυσμός ενός είδους έχει φθάσει σε επικίνδυ\ χαμηλά επίπεδα. Η τρίτη, όταν σχετίζεται με αναπαραγωγή σε αιχμαλωσία, σε μεγάλο βαθμό ισοδυναμεί -αν θα μπορούσαμε να κάνουμε τον παραλληλισμό με το να βάλουμε "τον ασθενή στην εντατική". Όλες έχουν τη σημασία τους για διατήρηση της βιοποικιλότητας. Αλλά πρώτιστο μέλημα μας θα πρέπει να είναι η ενίσχυση των μέτρων προστασίας της βιοποικιλότητας in situ, δηλαδή στα ίδια τα φυσικά συστήματα και πριν οι καταστάσεις φθάσουν σε τραγικά επίπεδα, που τότε, είναι πάρα πολύ πιθανό πως παρά τις προσπάθειες μας, δεν θα μπορέσουμε να τις αντιμετωπίσουμε. Κρίσιμες καταστάσεις Τέτοιες καταστάσεις συνήθως αφορούν είδη που χαρακτηρίζονται από μικρούς πληθυσμούς. Και τούτο διότι συνδέονται με υψηλή αβεβαιότητα - δημογραφική. περιβαλλοντική, χωρική. Γεγονότα που αφήνουν ανεπηρέαστο ένα μεγάλο πληθυσμό μπορούν να οδηγήσουν στην εξαφάνιση ενός μικρού. Για παράδειγμα, ένας πληθυσμός που αποτελείται από ελάχιστα ζευγάρια, ε ναι καταδικασμένος σε εξαφάνιση αν τύχει και γεννηθούν άτομα μόνο του ίδιου φύλου - πράγμα απίθανο σ' ένα μεγάλο πληθυσμό. Η μεγάλη αβεβαιότητα ως προς την επιβίωση ενός είδους που αντιπροσωπεύεται από λίγα άτομα σημαίνει ότι χρειάζονται όχι μόνο μέτρα για να εξασφαλιστεί η επιβίωση του αλλά και πολύ τύχη. Η ανάκαμψη του πληθυσμού από λήψη ορθών μέτρων κινδυνεύει να είναι μόνο προσωρινή, αν απρόβλεπτα, τυχαία συμβάντα ακολουθήσουν. Την αρχική ευφορία θα διαδεχθεί η μόνιμη κατήφεια, από τη μέγιστη απώλεια - αυτή ενός είδους. Δυστυχώς, τέτοιες καταστάσεις έχουν υπάρξει, μερικές μάλιστα καταγραμμένες με μεγάλη ακρίβεια (Begon et al.. 1996). Γι αυτόν ακριβώς το λόγο επιβάλλεται η πρόληψη πριν φθάσουμε σε οριακές καταστάσεις. Από την άλλη πλευρά, σε τέτοιες κρίσιμες καταστάσεις η λήψη "ορθών" μέτρων κάθε άλλο παρά απλή υπόθεση είναι. Και τούτο διότι "ενώ απαιτούνται μέτρα, απουσιάζουν τα μέσα". Δηλαδή, απουσιάζουν (με ελάχιστες εξαιρέσεις) δεδομένα παρακολούθησης πληθυσμών του απειλούμενου είδους, διαφορετικών μεγεθών, σε διαφορετικές περιοχές, για σειρά ετών, που θα αποτελούσε τον ιδανικό τρόπο πειραματισμού, το μόνο ικανό να μας δώσει τα απαραίτητα στοιχεία, επάνω στα οποία θα στηριχθούμε για να κάνουμε τις προβλέψεις μας και με βάση τις οποίες θα λάβουμε τα ορθά μέτρα. Ωστόσο, τα άτομα που έχουν απομείνει είναι λίγα και η κατάσταση έχει επείγοντα χαρακτήρα. Και το ερώτημα είναι, τι κάνουμε σ' αυτή την -πολύ συνηθισμένη-περίπτωση; Κάνουμε ότι είναι εφικτό κάτω από τις δεδομένες συνθήκες. Αναζητούμε πληθυσμιακά πρότυπα, που μπορούν να στηριχθούν σε λίγα διαθέσιμα ή γρήγορα αποκτώμενα δεδομένα, ή βασιζόμαστε σε πρότυπα που έχουν ήδη διαμορφωθεί μετά από πολύχρονες έρευνες σε κατά το δυνατόν συγγενικά είδη. Αν τίποτα από αυτά δεν μπορούμε να έχουμε, χρησιμοποιούμε υποκειμενικές εκτιμήσεις, βασισμένες στην εμπειρία και την εξειδικευμένη γνώση. Απευθυνόμαστε δηλαδή στους ειδικούς για να γνωμοδοτήσουν, αλλά πάντα με τον κίνδυνο να μην έρθουμε σε επαφή με τον καλύτερο από αυτούς - και με ότι αυτό συνεπάγεται. Είναι προφανές ότι τη λήψη των όποιων μέτρων οφείλει να συνοδεύει συνεχής παρακολούθηση έτσι ώστε να εκτιμάται η αποτελεσματικότητα αλλά και ο επαναπροσδιορισμός τους, όπου και όποτε χρειάζεται. Ως κατακλείδα Η προστασία της βιοποικιλότητας δεν είναι μόνον επιστημονικό θέμα, δεν αφορά μόνο τους σχετικούς επιστήμονες. Αφορά ολόκληρη την κοινωνία, την τοπική και την παγκόσμια. Η οικολογία και οι συναφείς επιστήμες δίνουν πληροφορίες και μεθοδολογικά εργαλεία ανάλυσης, πρόβλεψης και παρακολούθησης. Όμως, η αποτελεσματική προστασία μπορεί να επιτευχθεί μόνο με βαθιά κατανόηση του προβλήματος από όλους (ή τουλάχιστον τους περισσότερους), που μόνη αυτή μπορεί να οδηγήσει σε αλλαγή στάσεων, απόψεων, συμπεριφορών και δραστηριοτήτων. Προς τούτο απαιτείται συνεχής ενημέρωση αλλά και επικοινωνία μεταξύ των κοινωνικών εταίρων. Η λύση δεν είναι η άρνηση οποιασδήποτε χρήσης του φυσικού κόσμου και η άρνηση σε οποιοδήποτε έργο. Υπάρχουν λύσεις. Αλλά θα πρέπει καλά να το καταλάβουμε, ποτέ τέλειες (άλλωστε, ούτε η ζωή η ίδια είναι τέλεια) και ποτέ χωρίς κανένα κόστος (οι ίδιοι οι μηχανισμοί της ζωής μας το αποδεικνύουν). Η επιστήμη της οικολογίας μπορεί να παράσχει εργαλεία επίλυσης. Στις περιπτώσεις που δεν τα διαθέτει ακόμα, οφείλει να το δηλώνει με σαφήνεια ώστε να μπορέσει η κοινωνία να αποδεχθεί την αρχή της πρόληψης και τα επακόλουθα της. Και για να γίνουν όλα αυτά, τουλάχιστον από πλευράς σχετικών επιστημόνων απαιτείται υπομονή και πάρα πολύ επιμονή.
Με το νόμο 2637/1998 και με διεύρυνση των στόχων ύπαρξης τους, τα Καταφύγια θηραμάτων μετατράπηκαν σε Καταφύγια Άγριας Ζωής. Όι Υγρότοποι: Λίμνη Βιστωνίδα, Λιμνοθάλασσα Πόρτο Λαγός, Λίμνη Ισμαρίδα, Λιμνοθάλασσες της Θράκης και το δέλτα του Νέστου πρόσφατα ενοποιήθηκαν. Ως εκ τούτου, οι υγρότοποι Pamsar της χώρας είναι πλέον 10.
Εφημερίδα: Γη: τα νέα των γιορτών της γης τεύχ. 4, Νοέμβριος – Δεκέμβριος 2002 – Ιανουάριος 2003: σ. 4-8
Ελληνικό Περιβάλλον και προστασία της βιοποικιλότητας
Στόχος αυτής της εργασίας είναι να παρουσιάσει τα χαρακτηριστικά του ελληνικού περιβάλλοντος που σχετίζονται με τη βιοποικιλότητα, να δώσει συνοπτικά το συναφές θεσμικό πλαίσιο στην Ελλάδα και να εστιάσει σε θέματα που αφορούν την προστασία της σε τοπικό και παγκόσμιο επίπεδο και τα οποία σχετίζονται με το “πώς και το γιατί” Αν θα έπρεπε με ελάχιστες μόνο λέξεις να δώσουμε τα κύρια γνωρίσματα του ελληνικού περιβάλλοντος, θα λέγαμε "τεράστια ποικιλία σε μικρή κλίμακα". Η γεωμορφολογική ετερογένεια χαρακτηρίζει το ελληνικό τοπίο. Εξάρσεις και υφέσεις της γης, εκφραζόμενες με ποικίλους τρόπους, διαδέχονται η μια την άλλη στη συμπύκνωση του χώρου - νησιά και χερσόνησοι, κόλποι κι ακρωτήρια, ρυάκια, ποτάμια, χείμαρροι, κοιλάδες, φαράγγια και σπήλαια, γυμνοί λόφοι και δασωμένα βουνά, πεδιάδες, λίμνες, λιμνοθάλασσες. Αυτός ο διαμελισμός του Ελληνικού χώρου, αυτή η απουσία ομοιογένειας ισοδυναμεί με πλήθος διαφορετικών μικρόκοσμων, με όρια περισσότερο ή λιγότερο σαφή, που δίνουν ευκαιρίες σε διαφορετικά είδη να υπάρξουν ή ακόμη σε νέα να εμφανιστούν. Σ' αυτή τη γεωμορφολογική ετερογένεια έρχεται κι επικάθεται η κλιματική. Η Ελλάδα είναι χώρα Μεσογειακή αλλά το κλίμα της δεν είναι παντού Μεσογειακό. Και πώς θα μπορούσε να ήταν αλλιώς αφού το τελευταίο είναι κλίμα θαλασσινό - και η Ελλάδα έχει σημαντική ηπειρωτική ενδοχώρα - και χαμηλών μόνο υψομέτρων - και η Ελλάδα έχει ψηλά βουνά. Σύμφωνα με την κατάταξη του Thornthwaite (Καρράς 1973) έχουν αναγνωριστεί 29 κλιματικοί τύποι στο έδαφος της, 14 υγροί και 15 ξηροί. Ο συνδυασμός γεωμορφολογίας και κλιματικής ετερογένειας δημιουργεί ιδιαίτερες κατά τόπους συνθήκες, που με τη σειρά τους ευνοούν διαφορετικούς τύπους βλάστησης και μαζί τους τα διαφορετικά είδη φυτών και ζώων, με τα οποία καθένας συνδέεται. Και τι δεν θα βρούμε στην Ελλάδα. Από τα φοινικοδάση της Κρήτης (στο Βάι, στο Κουρταλιώτικο φαράγγι) μέχρι τα δάση ερυθρελάτης στη Ροδόπη. Δηλαδή από βλάστηση υποτροπική μέχρι βλάστηση υποαρκτική. Δεν χρειάζεται να μεταφερθεί κανείς από τον ισημερινό στους πόλους για να συναντήσει τέτοιου τύπου μεταβολές. Φτάνει ένα ταξίδι στην Ελλάδα. Κι ανάμεσα σ' αυτές τις δυο ακραίες καταστάσεις, θα συναντήσει τα μυρωδάτα φρύγανα, τα θαλερά ακόμα και το καλοκαίρι μακί, τα εύφλεκτα Μεσογειακά πευκοδάση, τα φυλλοβόλα δάση χαμηλών υψομέτρων ποικίλης σύνθεσης, ελατοδάση και άλλα ορεινά κωνοφόρα, δάση οξιάς, χαμηλή βλάστηση των ψηλών βουνών (υποαλπική και αλπική), παρόχθια βλάστηση - πάντα διαφορετική από τον περίγυρο αφού η παρουσία του νερού υπερκαθορίζει τα πάντα. Αυτή η εντυπωσιακή ποικιλία του χώρου συνδέεται και σε μεγάλο βαθμό ερμηνεύει το βιολογικό πλούτο της Ελλάδας ή αλλιώς τη βιοποικιλότητά της σε επίπεδο ειδών. Απόδειξη αυτού του πλούτου δίνει η σύγκριση της Ελλάδας και της Ευρώπης ως προς τον αριθμό ειδών φυτών και ζώων (Πίνακας 1) που εντός τους ενδημούν. Παρά την έντονη ανθρώπινη παρουσία και δράση, παρά το ότι σ' αυτό το χώρο κι από τα βάθη των αιώνων εμφανίστηκαν, έδρασαν ή πέρασαν μεγάλοι πολιτισμοί, η Ελλάδα συνεχίζει ακόμα και σήμερα να αποτελεί βιολογικό παράδεισο της Ευρώπης. Ο βιολογικός πλούτος είναι ένα τεράστιο κεφάλαιο για τη χώρα, άγνωστος ωστόσο για τους περισσότερους. Όπου κι αν ζούμε, σε πόλη ή χωριό, ξέρουμε ν' απαριθμήσουμε αρκετά στοιχεία του χώρου, περούμε μνημεία, εκκλησίες, δρόμους, πλατείες, κινηματογράφους, θέατρα, εστιατόρια και άλλα πολλά. Πόσα ξέρουμε όμως γι αυτή τη φύση που υπάρχει ολόγυρα μας, ακόμα και μέσα στις πιο πυκνοκατοικημένες πόλεις μας; Πόσοι ξέρουμε ότι δίπλα μας, σε κάποια σχισμή του βράχου ζει και μεγαλουργεί κάποιο μοναδικό σ' ολόκληρη τη γη λουλούδι, ότι στη ρηχή λιμνούλα και στο ταπεινό ποταμάκι κυκλοφορούν "ανάδελφα" ψαράκια - χωρίς συγγενείς σε άλλο τόπο, ζωντανές μαρτυρίες ανεξιχνίαστων συχνά εξελικτικών ιστοριών; Πόσοι ξέρουμε και μπορούμε να περηφανευτούμε για τις βιολογικές μοναδικότητες της χώρας μας ή καλύτερα για όλη αυτή τη φυσική μας κληρονομιά; Είναι καιρός να κάνουμε κάτι. Και πλέον, όχι για να αποκτήσουμε μια ουδέποτε απολεσθείσα περηφάνια αλλά για να μην απολέσουμε αυτή καθαυτή τη φυσική μας κληρονομιά. Οι προσπάθειες για προστασία δεν ξεκινούν τώρα. Τώρα, όμως, χρειάζεται να τελεσφορήσουν, χρειάζεται να γίνουν ουσιαστικές και αποτελεσματικές. Το θεσμικό πλαίσιο προστασίας της φύσης στην Ελλάδα ουσιαστικά εγκαινιάζεται με το νόμο 856/1937 "Περί Εθνικών Δρυμών", βάσει του οποίου ιδρύθηκαν οι δύο πρώτοι Εθνικοί Δρυμοί της χώρας (Ολύμπου, Παρνασσού). Το 1950 ψηφίστηκε ο νόμος 1465 που αφορά τα "Τοπία Φυσικού Κάλλους", ανάμεσα στα οποία συμπεριλήφθηκαν περισσότερες από 300 περιοχές, χωρίς ωστόσο να τύχουν ουσιαστικής προστασίας. Ο "Δασικός Κώδικας", το νομοθετικό διάταγμα 86/1969 και όπως τροποποιήθηκε με το 996/1971 "Περί εθνικών δρυμών, αισθητικών δασών και διατηρητέων μνημείων της φύσης", εμπλούτισε τη νομοθεσία για τις προστατευόμενες περιοχές. Βάσει αυτών ιδρύθηκαν 10 Εθνικοί Δρυμοί (Όλυμπος, Παρνασσός, Πάρνηθα, Αίνος, Σαμάρια, Οίτη, Πίνδος, Βίκος-Αώος, Πρέσπες, Σούνιο), 19 Αισθητικά Δάση και 51 Διατηρητέα Μνημεία της Φύσης (ανάμεσα στα οποία και το Απολιθωμένο Δάσος στο Σίγρι Λέσβου, σύμφωνα με το Προεδρικό Διάταγμα 443/1985). Το 1974 επικυρώθηκε από την Ελλάδα η διεθνής σύμβαση Ραμσάρ (Ιράν, 1971) για την προστασία των υγροτόπων, βάσει της οποίας προσδιορίστηκαν 11 ελληνικοί υγρότοποι ως διεθνούς σημασίας (Δέλτα 'Εβρου, Λίμνη Βιστωνί-δα, Λιμνοθάλασσα Πόρτο Λαγός, Λίμνη Ισμαρίδα (Μητρικού) και Λιμνοθάλασσες της Θράκης, Δέλτα Νέστου, Λίμνες Βόλβη και Λαγκαδά (Κορώνεια), Λίμνη Κερκίνη, Δέλτα Αξιού-Λουδία-Αλιάκμονα και Αλυκή Κίτρους, Μικρή Πρέσπα, Αμβρακικός Κόλπος, Λιμνοθάλασσες Μεσολογγίου-Αιτωλικού και Εκβολές Αχελώου, Λιμνοθάλασσα Κοτυχίου). Με το Προεδρικό Διάταγμα 67/1981 "Περί προστασίας της αυτοφυούς χλωρίδας και άγριας πανίδας και καθορισμού διαδικασίας συντονισμού και ελέγχου της ερεύνης επ' αυτών" κηρύχθηκαν ως προστατευτέα είδη που περιλαμβάνονται σε εκτενή κατάλογο, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται τα περισσότερα των ενδημικών φυτικών και ζωικών ειδών της χώρας. Μετά την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ψηφίστηκε ο νόμος 1650/1986 για την "Προστασία του περιβάλλοντος". Στο κεφάλαιο Δ, που αφορά την προστασία της φύσης και του τοπίου, εισάγονται πέντε κατηγορίες προστατευόμενων περιοχών, οι οποίες κατά σειρά προβλεπόμενου βαθμού προστασίας είναι: Περιοχές απόλυτης προστασίας της φύσης, Περιοχές προστασίας της φύσης, Εθνικά πάρκα, Προστατευόμενοι φυσικοί σχηματισμοί, Προστατευόμενα τοπία και στοιχεία του τοπίου, και περιοχές οικοανάπτυξης. Μέχρι σήμερα, η μόνη θεσμοθέτηση γι αυτές τις περιοχές αφορά στην κατηγορία των Εθνικών Πάρκων. Συγκεκριμένα, έχουν ιδρυθεί το Εθνικό θαλάσσιο Πάρκο Βορείων Σποράδων, το Εθνικό Πάρκο Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης, το Εθνικό θαλάσσιο Πάρκο Ζακύνθου και πρόσφατα το Εθνικό Πάρκο Σχοινιά-Μαραθώνα. Η ίδρυση του τελευταίου δημιούργησε έντονες αντιδράσεις, δεδομένου ότι οι προβλεπόμενες εντός του δραστηριότητες δεν συνάδουν με το χαρακτήρα του. Με το νόμο 2742/1999 "Χωροταξικός σχεδιασμός και αειφόρος ανάπτυξη και άλλες διατάξεις", που συμπληρώνει τον 1650, διευκρινίζονται τα σχετικά με τη λειτουργία και διαχείριση των προστατευόμενων περιοχών και προβλέπεται ίδρυση Φορέων Διαχείρισης τους με συγκεκριμένες αρμοδιότητες. Ο μοναδικός φορέας διαχείρισης που έχει συσταθεί μέχρι σήμερα (Ιούνιος 2002) για οποιαδήποτε προστατευόμενη περιοχή είναι αυτός του Εθνικού θαλάσσιου Πάρκου Ζακύνθου. Η κατάσταση στο μέλλον ως προς τις προστατευόμενες περιοχές θα διαμορφωθεί με βάση την εφαρμογή της Κοινοτικής Οδηγίας 93/43/ΕΟΚ, την πιο σημαντική για την προστασία της φύσης, η οποία ενσωματώθηκε στην ελληνική νομοθεσία με Κοινή Υπουργική Απόφαση (ΦΕΚ 1289/28.12.99, "Καθορισμός μέτρων και διαδικασιών για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας χλωρίδας και πανίδας"). Με βάση την Οδηγία αυτή, ιδρύεται το ευρωπαϊκό οικολογικό δίκτυο Ειδικών Ζωνών Διατήρησης, γνωστό ως "Φύση 2000" (Natura 2000). Πρόκειται για περιοχές στις οποίες βρίσκονται συγκεκριμένοι τύποι οικοτόπων, που καθορίζονται στο Παράρτημα Ι της Οδηγίας, ή που περιέχουν οικοτόπους συγκεκριμένων ειδών, που δίνονται στο Παράρτημα II της Οδηγίας. Για την ίδρυση αυτού του δικτύου, κάθε κράτος-μέλος όφειλε να συντάξει κατάλογο προτεινόμενων περιοχών. Η Ελλάδα, υπό το συντονισμό του ΕΚΒΥ (Ελληνικό Κέντρο Βιοτόπων-Υγροτόπων) με συνεργασία μεγάλου αριθμού σχετικών ερευνητών και με βάση επιστημονικά μόνον κριτήρια, ολοκλήρωσε και υπέβαλε τον εθνικό κατάλογο. Σύμφωνα μ' αυτόν, το σύνολο των προτεινόμενων περιοχών καλύπτει 18% της επιφάνειας της χώρας (Πίνακας 2) (Ντάφης κ.α 1997, Νάντσου 2001). Πέραν αυτών η Ελλάδα έχει υπογράψει και στις περισσότερες περιπτώσεις επικυρώσει σειρά διεθνών συμβάσεων που σχετίζονται με την προστασία της φύσης, όπως τη Σύμβαση της ΙΙΝΕ500 για την "Προστασία της παγκόσμιας πολιτιστικής και φυσικής κληρονομιάς" που τέθηκε σε ισχύ το 1975, τη Σύμβαση ΟΙΤΕ8 (1973) περί "Διεθνούς εμπορίας ειδών άγριας πανίδας και χλωρίδας που κινδυνεύουν με εξαφάνιση", τη Σύμβαση της Βέρνης (1979) για την "Προστασία της άγριας ζωής και των φυσικών οικοτόπων της Ευρώπης", τη Σύμβαση της Βόννης (1979) για την Προστασία των μεταναστευτικών ειδών άγριων ζώων, τη Σύμβαση της Βαρκελώνης, που τέθηκε σε ισχύ το 1999, για την "Προστασία της Μεσογείου θαλάσσης από τη ρύπανση". , Παρά το μάλλον ογκώδες νομοθετικό πλαίσιο για την προστασία της φύσης, το αποτέλεσμα στην πράξη είναι φτωχό. Και τούτο διότι η ύπαρξη του δεν διασφαλίζει αυτόματα την εφαρμογή του. Εντυπωσιακές καθυστερήσεις (σκόπιμες ή λόγω αδράνειας), συγκρούσεις αρμοδιοτήτων μεταξύ υπεύθυνων κρατικών φορέων, ασάφειες, ανεπίλυτες συγκρούσεις συμφερόντων, ανεμπόδιστες παραβάσεις, ανεπαρκέστατοι διατιθέμενοι πόροι, έχουν όλα συμβάλει στο να είναι η προστασία κενή ουσιαστικού περιεχομένου, εκτός από λίγες εξαιρέσεις. Ο βαθμός προστασίας αυτών των περιοχών ποικίλλει έντονα. Με το νόμο 2637/1998 και με διεύρυνση των στόχων ύπαρξης τους, τα Καταφύγια θηραμάτων μετατράπηκαν σε Καταφύγια Άγριας Ζωής. Όι Υγρότοποι: Λίμνη Βιστωνίδα, Λιμνοθάλασσα Πόρτο Λαγός, Λίμνη Ισμαρίδα, Λιμνοθάλασσες της Θράκης και το δέλτα του Νέστου πρόσφατα ενοποιήθηκαν. Ως εκ τούτου, οι υγρότοποι Pamsar της χώρας είναι πλέον 10. Ως λαός, είμαστε περήφανοι για την πολιτιστική μας κληρονομιά, μάθαμε στοιχειωδώς τουλάχιστον να σεβόμαστε τα μνημεία μας, τις μαρτυρίες της ιστορικής μας ταυτότητας. Ίσως η αντίστοιχη απόκτηση περηφάνιας -και κατά συνέπεια αρμόζουσας δράσης- για τη φυσική μας κληρονομιά, δεν συνιστά για πολλούς ικανοποιητικό λόγο προστασίας της, πολύ περισσότερο όταν αυτή η προστασία έχει για κάποιους οικονομικό ή άλλο κόστος. Οφείλουμε κατά συνέπεια, να επιχειρηματολογήσουμε και σε άλλη βάση, ίσως περισσότερο κατανοητή από όλους. Τα ερωτήματα σχετικά με την αναγκαιότητα προστασίας της βιοποικιλότητας είναι δύο κυρίως: τι συνέβη ξαφνικά και βρεθήκαμε να οφείλουμε να ανταποκρινόμαστε σε καταιγισμό οδηγιών, νόμων, συμβάσεων με όλες τις συναφείς δεσμεύσεις και περιορισμούς που συνεπάγονται και ποια τελικά είναι η αξία της βιοποικιλότητας ώστε να υποστούμε τις όποιες θυσίες; Γιατί τόση προσπάθεια, θα έλεγε κάποιος γνώστης πραγμάτων. Έστω κι αν ο κόσμος αλλάζει εξαιτίας μας, δεν είναι η πρώτη φορά. Το περιβάλλον της Γης άλλαξε κατ' επανάληψη και άπειρα είδη χάθηκαν χωρίς εμείς να φταίμε στο παραμικρό. Πράγματι, έχει εκτιμηθεί ότι 99% των ειδών που υπήρξαν κάποτε στη Γη, στη διάρκεια των δισεκατομμυρίων ετών από την πρώτη εμφάνιση ζωής, έχουν εξαφανιστεί (Simpson 1952). Μαζικές εξαφανίσεις ειδών έχουν συμβεί κατ' επανάληψη στο παρελθόν του πλανήτη μας. Η μεγαλύτερη από αυτές συνέβη περί το τέλος του Περμίου (πριν περίπου 245 εκ. χρόνια), οπότε εξαφανίστηκαν 80% των τότε υπαρχόντων γενών και 54% των οικογενειών. Ακολούθησαν και άλλες, με πιο γνωστή και πολυσυζητημένη αυτή του τέλους του Κρητιδικού (65 εκ. χρόνια πριν), τότε που εξαφανίστηκαν οι "χαρισματικοί" δεινόσαυροι, και με τελευταία αυτή κατά το "τελείως πρόσφατο" Τεταρτογενές (2 εκ. χρόνια πριν). Οι μεγάλες, μαζικές εξαφανίσεις δεν ήταν υπόθεση μιας μέρας ή ενός χρόνου. Ολοκληρώθηκαν σε μεγάλες χρονικές κλίμακες - σε δεκάδες χιλιάδες, εκατοντάδες χιλιάδες, εκατομμύρια χρόνια και γενικά αποδίδονται σε μείζονος σημασίας κλιματικές μεταβολές ποικίλης προέλευσης, ακόμα και εξωγενούς, όπως η πτώση μετεωρίτη, που αποτελεί την προτιμούμενη (και σίγουρα πιο εντυπωσιακή) ερμηνεία της μαζικής εξαφάνισης κατά το Κρητιδικό. Στη σύγχρονη εποχή προστέθηκε ένας νέος παράγοντας, ικανός να οδηγήσει σε μαζικές εξαφανίσεις - ο άνθρωπος. Και η βιοποικιλότητα άρχισε να αποκτά τεράστια σημασία όταν αρχίσαμε να κάνουμε συγκεκριμένες εκτιμήσεις για τους ρυθμούς απώλειας ειδών εξαιτίας του. Υπολογίστηκε (Raven 1988) ότι ο ρυθμός απώλειας αγγειοσπέρμων είναι περίπου 5 είδη την ημέρα, ρυθμός που αναμένεται να διπλασιαστεί τις πρώτες δεκαετίες της τρέχουσας χιλιετηρίδας. Εκτιμήθηκε ότι με τους σημερινούς ρυθμούς απωλειών, τουλάχιστον 25% των υπαρχόντων ειδών του πλανήτη θα έχουν εξαφανιστεί ή συρρικνωθεί σε ελάχιστους πληθυσμούς πριν το μέσο του 21ου αιώνα (WWF, IUCN, UNEP 1991). Οι εξελίξεις αυτές κάνουν τον άνθρωπο, ένα μόνο από τα εκατομμύρια είδη του πλανήτη και άρα κομμάτι της βιοποικιλότητας, υποψήφιο να επιφέρει την επόμενη μαζική εξαφάνιση. Μια εξαφάνιση που, συγκριτικά με τις προηγούμενες, θα χαρακτηριστεί από μέγιστη απώλεια ειδών μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα. Ως προς την αξία της βιοποικιλότητας, υπάρχουν πολλές απόπειρες προσδιορισμού της με βάση κλασικούς οικονομικούς όρους. Μπορούμε να προσδιορίσουμε την άμεση σημερινή αξία της, από τη χρήση προϊόντων φυτικής και ζωικής προέλευσης, για τροφή, φάρμακα, ρουχισμό, στέγαση, ή την αναμενόμενη στο μέλλον, από γενετική βελτίωση άγριων ποικιλιών για αυξημένες αποδόσεις και ανθεκτικότητα. Μπορούμε επίσης να εκτιμήσουμε την έμμεση αξία της, προσδιορίζοντας τις εκφάνσεις της βιοποικιλότητας που αποδίδουν οικονομικό όφελος χωρίς να καταναλώνονται, όπως αξία αναψυχής, αξία από την παραγωγή και κατανάλωση έντυπου και ηλεκτρονικού υλικού (βιβλία, ταινίες, κλπ) ή από τη συμμετοχή της στην παραγωγή προϊόντων χρήσιμων στον άνθρωπο (π.χ. παραγωγή καρπών που προϋποθέτει διαμεσολάβηση εντόμων-επικονιαστών) (Primack 1993). Πέραν αυτών, υπάρχουν πολλά να ειπωθούν (και έχουν ειπωθεί - Sessions 1987, Primack 1993 και η σχετική εντός βιβλιογραφία) για τη μη αποτιμώμενη με οικονομικούς όρους αξία της βιοποικιλότητας, τα οποία, κατά την άποψη μου, έχουν πολύ μεγαλύτερη σημασία. Στο πλαίσιο του παρόντος, δεν θα επεκταθώ σε ηθικές αξίες, κοινωνικές ή προσωπικές, που μπορεί να προσδιορίσουν τη στάση μας απέναντι" της. Ένα, ωστόσο, θα ήθελα να επισημάνω. Ότι και να κάνουμε, ακόμα και το χειρότερο πυρηνικό πόλεμο, η ζωή θα συνεχίσει να υπάρχει - έτσι όπως το έκανε από την πρώτη φορά που εμφανίστηκε μέχρι τώρα. Μόνο που κάτω από συνθήκες αλλαγών, πάντα υπήρξαν οι χαμένοι και οι κερδισμένοι. Δεν γνωρίζουμε ανάμεσα σε ποιους θα βρεθούμε εμείς -οι άνθρωποι- όταν οι αλλαγές που επιφέρουμε στο περιβάλλον μας ξεπεράσουν ένα κρίσιμο κατώφλι. Δυστυχώς, δεν ξέρουμε που βρίσκεται αυτό το κατώφλι. Δεν ξέρουμε η απώλεια καθενός ξεχωριστού είδους τι συνέπειες θα έχει για εμάς. Δεν ξέρουμε πόσα είδη μπορούμε να χάσουμε πριν γίνει η μεγάλη ανατροπή. Και οι κατακτήσεις μας στο μακρόκοσμο (σύμπαν) ή στο μικρόκοσμο (γονίδια) κάθε άλλο παρά διασφαλίζουν την καταχώρηση μας ανάμεσα στους κερδισμένους. Το μόνο που ξέρουμε είναι ότι ο παρών κόσμος, έτσι όπως είναι, μπορεί να μας στηρίξει, ότι αυτός σίγουρα εξασφαλίζει την επιβίωση μας. Αυτό που απομένει είναι αυτοσυγκράτηση στις ενέργειες μας, σε τοπικό και σε παγκόσμιο επίπεδο - με άλλα λόγια, η εφαρμογή της αρχής της πρόληψης (ή επιφυλακτικότητας – precautionary principle). Γιατί αυτό που κάνουμε στην προσωπική μας ζωή δεν μπορούμε να το εφαρμόσουμε και στις δράσεις μας σε σχέση με τη φύση, εφόσον κατανοούμε τη σημασία του; Δεν κυκλοφορούν ολόγυρα μας πλήθη ληστών. Ωστόσο, προστατεύουμε όσο καλύτερα μπορούμε τα υπάρχοντα μας για τον κίνδυνο, "μήπως". Για ανάλογους λόγους, οφείλουμε, όταν δεν διαθέτουμε επαρκή προβλεψιμότητα ως προς τις συνέπειες, να απόσχουμε από δραστηριότητες που πιθανόν εγκυμονούν σοβαρούς κινδύνους. Η προστασία της φύσης δεν έρχεται μόνη της. Απαιτεί διαχείριση. Και διαχείριση σημαίνει ότι γνωρίζουμε τι έχουμε, γνωρίζουμε που θέλουμε να φθάσουμε και ότι διαθέτουμε τα μέσα για την επίτευξη των στόχων μας, δηλαδή διαθέτουμε επιστημονική τεκμηρίωση, κατάλληλες μεθοδολογίες προσέγγισης και υλοποίησης των διαχειριστικών μας σχεδίων, επαρκείς πόρους αλλά και λαϊκή συναίνεση. Δυστυχώς, όμως, αυτά τα αυτονόητα δεν ισχύουν πάντα. Στόχος των προσπαθειών διαχείρισης της βιοποικιλότητας είναι να παρεμποδιστεί η εξαφάνιση σε τοπικό ή παγκόσμιο επίπεδο μορφών με τις οποίες εκδηλώνεται και οργανώνεται η ζωή. Διαχειριζόμενοι τη βιοποικιλότητα δεν επιχειρούμε να καταργήσουμε ή έστω να καθυστερήσουμε το θάνατο. Άλλωστε, θάνατος και ζωή είναι αναπόσπαστα δεμένα και χωρίς θάνατο δεν είναι δυνατή η συνέχιση της ζωής στον πεπερασμένο σε υλικά πλανήτη μας. Αυτό που επιδιώκουμε είναι να μην επιτρέψουμε να χαθούν εκείνα τα στοιχεία μοναδικότητας της ζωής που μπορεί να εκφράζονται σε οποιοδήποτε επίπεδο οργάνωσης της, π.χ. γονιδιακό, ειδών, βιοκοινοτήτων, οικοσυστημάτων, ακόμα και τοπίου. Η εικόνα ενός σκοτωμένου πουλιού -ένα σπουργίτι για παράδειγμα-πληγώνει ευαίσθητους ανθρώπους. Αλλά στο επίπεδο της οικολογίας -και πέραν του πεδίου συναισθημάτων και ηθικής- ένας τέτοιος θάνατος είναι ουδέτερος, στο βαθμό που η απώλεια ενός ατόμου δεν έχει συνέπειες για τον πληθυσμό, δηλαδή για την μονάδα εκείνη που εξασφαλίζει τη διατήρηση αυτής της μοναδικότητας της ζωής, που αποτελεί το σπουργίτι. Όλα τα στοιχεία μοναδικότητας σε σχέση με την οργάνωση της ζωής συνιστούν αυτό που πολύ γενικά ορίζεται ως βιοποικιλότητα. Προφανώς αφού μιλάμε για διαφορετικές κλίμακες πραγμάτων και πολύ περισσότερο αφού και σε καθεμιά από αυτές συναντάμε τεράστια ποικιλία μορφών ζωής με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, απαιτήσεις και ιδιαιτερότητες, δεν μπορούμε να αναμένουμε ότι υπάρχουν μέτρα διαχείρισης που μπορούν να εφαρμοστούν παντού και με τον ίδιο τρόπο. Μπορεί να διαθέτουμε γενικές κατευθυντήριες γραμμές, όπως έχουν προκύψει ως αποτέλεσμα ερευνητικής προσπάθειας τόσο στο πλαίσιο της πειραματικής όσο και της θεωρητικής οικολογίας, όμως η κάθε περίπτωση διαχείρισης είναι ξεχωριστή και απαιτεί συγκεκριμένες, ειδικές δράσεις. Δυστυχώς, δεν υπάρχει μια λύση για όλα. Συχνά, υπάρχει παρανόηση σε σχέση με το τι περιλαμβάνει ο όρος διαχείριση. Είναι δύσκολο να αντιληφθεί ένας μη ειδικός ότι το να μην επέμβουμε καθόλου, το να αφήσουμε τα πράγματα ως έχουν, αποτελεί και αυτό διαχείριση, μιας περιοχής για παράδειγμα, με ιδιαίτερα βιοχα-ρακτηριστικά. Από την άλλη, υπάρχει διάχυτη η άποψη ότι αν αποκλείσουμε τον άνθρωπο και τις δραστηριότητες του από αυτήν, αν δεν την διαταράξουμε με κανένα τρόπο, εξασφαλίζουμε τη διατήρηση της και όλων των συνοδών χαρακτηριστικών της. Αυτό δεν είναι αλήθεια. Αν μέλημα μας είναι να διατηρήσουμε τη μέγιστη δυνατή βιοποικιλότητα σε μια περιοχή, τότε στο διαχειριστικό μας σχέδιο οφείλουμε να εντάξουμε διαταραχές. Ο πλούτος αρπακτικών υπάρχει ακόμα και σήμερα στη Δαδιά του Νομού Έβρου ενώ έχει εξαφανιστεί ή συρρικνωθεί σε πλήθος άλλες περιοχές της Ελλάδας με ανάλογα χαρακτηριστικά. Αν αφεθεί το εκεί δάσος να ωριμάσει και να επεκταθεί χωρίς να παρέμβουμε, χωρίς να το διαταράξουμε, θα έχουμε τα πεύκα αλλά θα χάσουμε τα αρπακτικά. Το ζητούμενο σε κάθε περίπτωση διαχείρισης ανώτερων μονάδων βιοποικιλότητας (βιοκοινοτήτων, οικοσυστημάτων, τοπίων) έγκειται όχι στο αν επιτρέψουμε διαταραχές, αλλά στο είδος των διαταραχών, την έκταση, τη συχνότητα και την ένταση που θα πρέπει να έχουν σε σχέση πάντα με το προ-στατευτέο αντικείμενο. Διαταραχές Η αναφορά σε διαταραχές απαιτεί διευκρινήσεις προκειμένου να μην υπάρξουν παρανοήσεις. Διαταραχή θεωρείται οτιδήποτε επενεργεί σε μια δεδομένη κατάσταση τροποποιώντας την. Διαταραχές δεν είναι μόνον οι σεισμοί, οι ηφαιστειακές εκρήξεις, οι πλημμύρες, οι θύελλες, η τρύπα του όζοντος, η ρύπανση των θαλασσών, η δημιουργία νέφους σε πόλεις όπως η Αθήνα - αυτές οι μείζονος σημασίας μεταβολές που τροποποιούν τα δεδομένα του χώρου και επενεργούν άμεσα ή έμμεσα επί της βιοποικιλότητας. Είναι διαταραχή για τους φυσικούς βοσκότοπους η εισαγωγή γιδοπροβάτων. Είναι διαταραχή για τα φυτά η παγωνιά που μπορεί να τα "κάψει", η φωτιά για το πευκοδάσος, τα εδαφικά ζώα που ανοίγουν λαγούμια για τα ποολίβαδα, η αγκυροβόληση των πλοίων για τις εθνικές βιοκοινότητες, ο ξυλοκοπάς για το δρυοδάσος. Αλλά και σε μικρότερη κλίμακα, διαταραχή μπορεί να είναι ακόμα και η πτώση μιας σταγόνας βροχής, θανατηφόρα για ένα νεαρό φυταράκι, αφού δεν υπάρχει σοβαρότερη διαταραχή στη ζωή από ένα ξαφνικό θάνατο. Με άλλα λόγια, ορίζοντας και εκτιμώντας το μέγεθος μιας διαταραχής δεν καθοριζόμαστε αποκλειστικά και μόνο από την ανθρώπινη κλίμακα. Κι ακόμα περισσότερο, διαφορετική απόκριση έχουν οι μονάδες βιοποικιλότητας απέναντι σε καθεμιά. Κάποιες από τις διαταραχές εμφανίζονται αρκετά συχνά έτσι ώστε να μπορούν να ασκούν επιλεκτική πίεση και να αφήνουν τα ίχνη τους στην εξελικτική αλλαγή. Για παράδειγμα, εξελισσόμενοι οι πληθυσμοί μπορεί να αντέξουν μια διαταραχή ίδιου ή παρόμοιου τύπου την επόμενη φορά που θα συμβεί. Η φωτιά είναι διαταραχή. Ταυτόχρονα, είναι αναπόσπαστα δεμένη με το Μεσογειακό περιβάλλον. Γι αυτόν ακριβώς το λόγο, τα είδη που ενδημούν σ' αυτό μπορούν να την αντιμετωπίσουν. Το πρόβλημα σ' αυτό το περιβάλλον δεν είναι η φωτιά από μόνη της. Είναι κυρίως ο άνθρωπος με τις στάσεις του, τις συμπεριφορές του και τις επιδιώξεις του. Αίτια μείωσης της βιοποικιλότητας Από αναλύσεις που έχουν γίνει σε σχέση με τις απώλειες ειδών που έχουν καταγραφεί μέχρι σήμερα ως αποτέλεσμα της ανθρώπινης επέμβασης, προκύπτει ότι η απώλεια του ενδιαιτήματος, η υπερεκμετάλλευση και η εισαγωγή ξενικών ειδών είναι οι κυριότεροι παράγοντες που ευθύνονται γι αυτές. Σήμερα, ωστόσο, αναδεικνύεται ως κυρίαρχος υπεύθυνος παράγοντας για τις επερχόμενες εξαφανίσεις η "απώλεια ενδιαιτήματος". Υπό τον όρο αυτό εντάσσουμε τρεις περιπτώσεις, α) τη συρρίκνωση του ενδιαιτήματος: π.χ. η αστική και βιομηχανική μας ανάπτυξη, οι διαδικασίες παραγωγής τροφίμων, ξύλου και άλλων αγαθών μειώνουν τις φυσικές εκτάσεις που αποτελούν ενδιαιτήματα για πλήθος ειδών, β) την υποβάθμιση του ενδιαιτήματος: η ρύπανση, η υποβάθμιση των δασών, η διαταραχή του υδρολογικού κύκλου δημιουργούν συνθήκες ακατάλληλες για την επιβίωση των ειδών, γ) η μικρής κλίμακας διαταραχή των ενδιαιτημάτων: στην περίπτωση αυτή, οι επιπτώσεις δε' είναι τόσο δραματικές όσο στις άλλες δύο. Ωστόσο, μπορεί να υπάρξουν ιδιαίτερα ευαίσθητα είδη, τα οποία πλήττονται ανεπανόρθωτα. Ήπιες δραστηριότητες, όπως η αναψυχή, ο οικοτουρισμός, ακόμα και η οικολογική έρευνα μπορεί να συνδεθούν με τέτοιες διαταραχές. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αφορά τη μελέτη νυχτερίδων (Myotis grisescens) στις σπηλιές της Αλαμπάμα (Tennessee, ΗΠΑ). Βρέθηκε ότι οι -έστω και λίγοι- επισκέπτες των σπηλαίων αποτελούσαν σημαντικό παράγοντα διαταραχής. Όταν η συχνότι των επισκέψεων ήταν μικρότερη από 1 το μήνα, η μείωση του πληθυσμού ί νυχτερίδων ήταν από μηδενική έως πολύ μικρή (0-20%). Με συχνότητα μεγαλύτερη των 4 ανά μήνα, οι απώλειες ήταν της τάξης του 85-95% (Tuttle 1979). Γίνεται σαφές ότι οι ανθρωπογενούς προέλευσης διαταραχές που θα επιτρέπουν εκεί όπου υπάρχει καθεστώς προστασίας εξαρτώνται πάντα από τον επιδιωκόμενο στόχο μας και πάντα σε σχέση με το προστατευτέο αντικείμενο. Προσεγγίσεις διαχείρισης της βιοποικιλότητας Δεδομένου ότι γνωρίζουμε πλέον τον κυριότερο παράγοντα απώλειας ειδών, είναι προφανές ότι οι προσπάθειες για προστασία θα πρέπει να αποβλέπουν κατά κύριο λόγο στη διατήρηση των ενδιαιτημάτων (=οικοτόπων). Κατά συνέπεια, δεν είναι τυχαίο που η πιο σημαντική Κοινοτική Οδηγία (93/43), α) με ρ ση την οποία διαμορφώνεται σε ευρωπαϊκό πλέον επίπεδο η πολιτική προσ σι'ας της φύσης, αποβλέπει πρωτίστως στην προστασία των οικοτόπων. Μπορούμε σχηματικά να προσδιορίσουμε και να περιγράψουμε τις προσεγ σεις προστασίας της βιοποικιλότητας ως εξής (Begon et al. 1996): α) προσέγγιση βιοκοινοτήτων/οικοτόπων β) προσέγγιση είδους, γ) προσέγγιση ex situ διατήρησης (δηλαδή διατήρηση σε κήπους, μουσεία, τράπεζες γενετικού υλικού, κλπ). Η πρώτη αποτελεί προσέγγιση προληπτικού χαρακτήρα, πριν οι” ταστάσεις γίνουν τραγικές. Η δεύτερη ισοδυναμεί με αντιμετώπιση επειγόντων περιστατικών, όταν ο πληθυσμός ενός είδους έχει φθάσει σε επικίνδυ\ χαμηλά επίπεδα. Η τρίτη, όταν σχετίζεται με αναπαραγωγή σε αιχμαλωσία, σε μεγάλο βαθμό ισοδυναμεί -αν θα μπορούσαμε να κάνουμε τον παραλληλισμό με το να βάλουμε "τον ασθενή στην εντατική". Όλες έχουν τη σημασία τους για διατήρηση της βιοποικιλότητας. Αλλά πρώτιστο μέλημα μας θα πρέπει να είναι η ενίσχυση των μέτρων προστασίας της βιοποικιλότητας in situ, δηλαδή στα ίδια τα φυσικά συστήματα και πριν οι καταστάσεις φθάσουν σε τραγικά επίπεδα, που τότε, είναι πάρα πολύ πιθανό πως παρά τις προσπάθειες μας, δεν θα μπορέσουμε να τις αντιμετωπίσουμε. Κρίσιμες καταστάσεις Τέτοιες καταστάσεις συνήθως αφορούν είδη που χαρακτηρίζονται από μικρούς πληθυσμούς. Και τούτο διότι συνδέονται με υψηλή αβεβαιότητα - δημογραφική. περιβαλλοντική, χωρική. Γεγονότα που αφήνουν ανεπηρέαστο ένα μεγάλο πληθυσμό μπορούν να οδηγήσουν στην εξαφάνιση ενός μικρού. Για παράδειγμα, ένας πληθυσμός που αποτελείται από ελάχιστα ζευγάρια, ε ναι καταδικασμένος σε εξαφάνιση αν τύχει και γεννηθούν άτομα μόνο του ίδιου φύλου - πράγμα απίθανο σ' ένα μεγάλο πληθυσμό. Η μεγάλη αβεβαιότητα ως προς την επιβίωση ενός είδους που αντιπροσωπεύεται από λίγα άτομα σημαίνει ότι χρειάζονται όχι μόνο μέτρα για να εξασφαλιστεί η επιβίωση του αλλά και πολύ τύχη. Η ανάκαμψη του πληθυσμού από λήψη ορθών μέτρων κινδυνεύει να είναι μόνο προσωρινή, αν απρόβλεπτα, τυχαία συμβάντα ακολουθήσουν. Την αρχική ευφορία θα διαδεχθεί η μόνιμη κατήφεια, από τη μέγιστη απώλεια - αυτή ενός είδους. Δυστυχώς, τέτοιες καταστάσεις έχουν υπάρξει, μερικές μάλιστα καταγραμμένες με μεγάλη ακρίβεια (Begon et al.. 1996). Γι αυτόν ακριβώς το λόγο επιβάλλεται η πρόληψη πριν φθάσουμε σε οριακές καταστάσεις. Από την άλλη πλευρά, σε τέτοιες κρίσιμες καταστάσεις η λήψη "ορθών" μέτρων κάθε άλλο παρά απλή υπόθεση είναι. Και τούτο διότι "ενώ απαιτούνται μέτρα, απουσιάζουν τα μέσα". Δηλαδή, απουσιάζουν (με ελάχιστες εξαιρέσεις) δεδομένα παρακολούθησης πληθυσμών του απειλούμενου είδους, διαφορετικών μεγεθών, σε διαφορετικές περιοχές, για σειρά ετών, που θα αποτελούσε τον ιδανικό τρόπο πειραματισμού, το μόνο ικανό να μας δώσει τα απαραίτητα στοιχεία, επάνω στα οποία θα στηριχθούμε για να κάνουμε τις προβλέψεις μας και με βάση τις οποίες θα λάβουμε τα ορθά μέτρα. Ωστόσο, τα άτομα που έχουν απομείνει είναι λίγα και η κατάσταση έχει επείγοντα χαρακτήρα. Και το ερώτημα είναι, τι κάνουμε σ' αυτή την -πολύ συνηθισμένη-περίπτωση; Κάνουμε ότι είναι εφικτό κάτω από τις δεδομένες συνθήκες. Αναζητούμε πληθυσμιακά πρότυπα, που μπορούν να στηριχθούν σε λίγα διαθέσιμα ή γρήγορα αποκτώμενα δεδομένα, ή βασιζόμαστε σε πρότυπα που έχουν ήδη διαμορφωθεί μετά από πολύχρονες έρευνες σε κατά το δυνατόν συγγενικά είδη. Αν τίποτα από αυτά δεν μπορούμε να έχουμε, χρησιμοποιούμε υποκειμενικές εκτιμήσεις, βασισμένες στην εμπειρία και την εξειδικευμένη γνώση. Απευθυνόμαστε δηλαδή στους ειδικούς για να γνωμοδοτήσουν, αλλά πάντα με τον κίνδυνο να μην έρθουμε σε επαφή με τον καλύτερο από αυτούς - και με ότι αυτό συνεπάγεται. Είναι προφανές ότι τη λήψη των όποιων μέτρων οφείλει να συνοδεύει συνεχής παρακολούθηση έτσι ώστε να εκτιμάται η αποτελεσματικότητα αλλά και ο επαναπροσδιορισμός τους, όπου και όποτε χρειάζεται. Ως κατακλείδα Η προστασία της βιοποικιλότητας δεν είναι μόνον επιστημονικό θέμα, δεν αφορά μόνο τους σχετικούς επιστήμονες. Αφορά ολόκληρη την κοινωνία, την τοπική και την παγκόσμια. Η οικολογία και οι συναφείς επιστήμες δίνουν πληροφορίες και μεθοδολογικά εργαλεία ανάλυσης, πρόβλεψης και παρακολούθησης. Όμως, η αποτελεσματική προστασία μπορεί να επιτευχθεί μόνο με βαθιά κατανόηση του προβλήματος από όλους (ή τουλάχιστον τους περισσότερους), που μόνη αυτή μπορεί να οδηγήσει σε αλλαγή στάσεων, απόψεων, συμπεριφορών και δραστηριοτήτων. Προς τούτο απαιτείται συνεχής ενημέρωση αλλά και επικοινωνία μεταξύ των κοινωνικών εταίρων. Η λύση δεν είναι η άρνηση οποιασδήποτε χρήσης του φυσικού κόσμου και η άρνηση σε οποιοδήποτε έργο. Υπάρχουν λύσεις. Αλλά θα πρέπει καλά να το καταλάβουμε, ποτέ τέλειες (άλλωστε, ούτε η ζωή η ίδια είναι τέλεια) και ποτέ χωρίς κανένα κόστος (οι ίδιοι οι μηχανισμοί της ζωής μας το αποδεικνύουν). Η επιστήμη της οικολογίας μπορεί να παράσχει εργαλεία επίλυσης. Στις περιπτώσεις που δεν τα διαθέτει ακόμα, οφείλει να το δηλώνει με σαφήνεια ώστε να μπορέσει η κοινωνία να αποδεχθεί την αρχή της πρόληψης και τα επακόλουθα της. Και για να γίνουν όλα αυτά, τουλάχιστον από πλευράς σχετικών επιστημόνων απαιτείται υπομονή και πάρα πολύ επιμονή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου